- σάτρης
- ὁ, Α(κατά τον Φώτ.) βλ. σατράπης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σάτρης — σάτρα gold fem gen sg (epic ionic) σάτρης masc nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάτρα — σάτρᾱ , σάτρα gold fem nom/voc/acc dual σάτρᾱ , σάτρα gold fem nom/voc sg (attic doric aeolic) σάτρᾱ , σάτρης masc nom/voc/acc dual σάτρης masc voc sg σάτρᾱ , σάτρης masc voc sg (attic) σάτρᾱ , σάτρης masc gen sg (doric aeolic) σάτρης masc… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάτραι — σάτρα gold fem nom/voc pl σάτρᾱͅ , σάτρα gold fem dat sg (attic doric aeolic) σάτρης masc nom/voc pl σάτρᾱͅ , σάτρης masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σατράπης — Διοικητής επαρχίας στο αρχαίο περσικό κράτος. Παράλληλα προς τα διοικητικά του καθήκοντα ο σ. είχε και δικαστικές εξουσίες και φρόντιζε επίσης για τη συγκέντρωση και την αποστολή στο «μέγα βασιλέα» των φόρων της σατραπείας του. Επιπλέον ήταν… … Dictionary of Greek
σατρέων — σάτρα gold fem gen pl (epic ionic) σάτρης masc gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)